-
1 ὁμ-αίμων
ὁμ-αίμων, ον, = ὅμαιμος; Her. 2, 49; Aesch. Spt. 333 Suppl. 397; Soph. Ai. 1291 O. C. 1277; Eur. Or. 683 I. T. 1402; den compar. ὁμαιμονέστερος hat Soph. Ant. 486, εἴτ' ἀδελφῆς εἴϑ' ὁμαιμονεστέρα τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῖ.
См. также в других словарях:
ομαίμων — ὁμαίμων, ον (Α) 1. ο όμαιμος 2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, έρα, ερον ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ* εἴτ ἀδελφῆς, εἰθ ὁμαιμονεστέρα τοῡ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.) 3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν … Dictionary of Greek